καθαρεύουσα
From LSJ
οὐ καταισχυνῶ τὰ ὅπλα τὰ ἱερά → I will never bring reproach upon my hallowed arms
Greek Monolingual
η
όρος που χρησιμοποιείται σε αντιδιαστολή με τη δημοτική, για να χαρακτηρίσει τη μορφή της γραφόμενης ελληνικής γλώσσας που στηρίχθηκε στη λόγια παράδοση του έθνους και που ώς το 1976 ήταν η επίσημη γλώσσα του κράτους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. της μτχ. καθαρεύων (καθαρεύω) βλ. και εγκυκλ. λ.].