Καβειρίδες
From LSJ
Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid
Greek Monolingual
Καβειρίδες, αἱ (Α) Κάβειροι
φρ. «Καβειρίδες Νύμφαι» — οι αδελφές τών Καβείρων.
Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid
Καβειρίδες, αἱ (Α) Κάβειροι
φρ. «Καβειρίδες Νύμφαι» — οι αδελφές τών Καβείρων.