Καβειρίδες

From LSJ

μὴ πόνει, ὦ Ξάνθια, ἀλλὰ ἔλθε δεῦρο → Don't keep suffering, Xanthias, but come here.

Source

Greek Monolingual

Καβειρίδες, αἱ (Α) Κάβειροι
φρ. «Καβειρίδες Νύμφαι» — οι αδελφές τών Καβείρων.