καινόπιστος
From LSJ
Πόλις γὰρ οὐκ ἔσθ᾽ ἥτις ἀνδρός ἐσθ᾽ ἑνός → The state which belongs to one man is no state at all
Greek (Liddell-Scott)
καινόπιστος: -ον, ὁ ἔχων καινὴν πίστιν, Νικόλ. Μεθώνης ἐπίσκ. ἔκδ. Ἀνδρ. Δημητρ. ἐν προοιμίῳ σ. ε΄.
Greek Monolingual
καινόπιστος, -ον (Μ)
αυτός που έχει νέα πίστη, που πίστεψε πρόσφατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + πιστός.