καθολικεύω

From LSJ
Revision as of 07:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τίμα τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → Metue senectam: quippe comitata advenit → Das Alter achte, denn alleine kommt es nicht

Menander, Monostichoi, 491

Greek Monolingual

καθιστώ κάτι καθολικό, γενικεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καθολικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1766 στον Ευγένιο Βούλγαρι].