οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
καθαροάδολος, -ον (Μ)αγνότατος, ανιδιοτελής.[ΕΤΥΜΟΛ. < καθαρός + άδολος].