καλαμηφάγος

Revision as of 07:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)

English (LSJ)

[φᾰ], ον,

   A devouring reeds, i.e. cutting or trimming pens, Χάλυψ AP6.65.3 (Paul.Sil.).

German (Pape)

[Seite 1306] Halme abfressend, abmähend, χάλυψ Paul. Sil. 51 (VI, 65).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui mange ou détruit le chaume, la paille.
Étymologie: καλάμη, φαγεῖν.

Greek Monolingual

καλαμηφάγος, -ον (Α)
αυτός που κόβει, που θερίζει το καλάμι του σταριού («δρέπανον καλαμηφάγον», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος (ο τ. καλαμη-χρησιμοποιείται για μετρικούς λόγους) + -φάγος (< θ. φαγ- πρβλ. αόρ. -φαγ-ον του ἐσθίω), πρβλ. κρεατο-φάγος, χορτο-φάγος.