καλαμόκρινον

Revision as of 07:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)

English (LSJ)

τό, prob.

   A = κάλαμος ἀρωματικός, Aët.1.132.

Greek Monolingual

καλαμόκρινον, τὸ (Α)
αρωματικό καλάμι, κν. σπαθόχορτο, σπαθάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + κρίνος].