κρίνος

From LSJ

εὖ γ᾽ εὖ γε ποιήσαντες ὦ Διοσκόρω → well done, well done, you twin Dioscuri!

Source

Greek Monolingual

ο (Μ κρίνος)
κοινή ονομασία του φυτικού γένους λείριο ή λίλιο, που ανήκει στην οικογένεια λιλιίδες και καλλιεργείται ως καλλωπιστικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. της λ. κρίνον (το), με αλλαγή γένους].