κάλεσμα
From LSJ
Τὰ δάνεια δούλους τοὺς ἐλευθέρους ποιεῖ → Foenus frequenter liberos servos facit → Geliehnes Geld bringt Freie in die Sklaverei
Τὰ δάνεια δούλους τοὺς ἐλευθέρους ποιεῖ → Foenus frequenter liberos servos facit → Geliehnes Geld bringt Freie in die Sklaverei
το (Μ κάλεσμα[ν]) καλώ
1. πρόσκληση
2. στον πληθ. τὰ καλέσματα
οι προσκεκλημένοι
μσν.
α) μτφ. συμπόσιο
β) προσφορά, τα προσφερόμενα στο τραπέζι φαγητά για τους καλεσμένους.