κάλεσμα

From LSJ
Revision as of 07:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τὰ δάνεια δούλους τοὺς ἐλευθέρους ποιεῖ → Foenus frequenter liberos servos facit → Geliehnes Geld bringt Freie in die Sklaverei

Menander, Monostichoi, 514

Greek Monolingual

το (Μ κάλεσμα[ν]) καλώ
1. πρόσκληση
2. στον πληθ. τὰ καλέσματα
οι προσκεκλημένοι
μσν.
α) μτφ. συμπόσιο
β) προσφορά, τα προσφερόμενα στο τραπέζι φαγητά για τους καλεσμένους.