καληνύχτα

From LSJ
Revision as of 07:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships

Source

Greek Monolingual

και καληνύκτα (Μ καληνύχτα και καληνύκτα)
1. επιφών. αποχαιρετισμού κατά τη διάρκεια της νύχτας
2. ως ουσ. η καληνύχτα
ο αποχαιρετισμός κατά τις βραδινές ώρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. «Σύνθ. εκ συναρπαγής» από τη φρ. καλή νύχτα].