καινοειδής
From LSJ
Ὀργὴ φιλούντων ὀλίγον ἰσχύει χρόνον → Amantis ira ferre aetatem non potest → Der Zorn von Liebenden hat Macht nur kurze Zeit
German (Pape)
[Seite 1294] ές, von neuer Gestalt, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
καινοειδής: -ές, κατὰ νέον σχῆμα, ὑπὸ νέαν μορφήν, Ὠριγέν. κ. Κέλσ. 8, σ. 289 = 400 Seager.
Greek Monolingual
καινοειδής, -ές (Α)
αυτός που σχηματίστηκε εκ νέου, κατά νέο σχήμα, με νέα μορφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + -ειδής (< εἶδος)].