καινοειδής

From LSJ

Βουλῆς γὰρ ὀρθῆς οὐδὲν ἀσφαλέστερον → Nam tutior res nulla consilio bono → Denn nichts führt weniger irre als ein guter Rat

Menander, Monostichoi, 68

German (Pape)

[Seite 1294] ές, von neuer Gestalt, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

καινοειδής: -ές, κατὰ νέον σχῆμα, ὑπὸ νέαν μορφήν, Ὠριγέν. κ. Κέλσ. 8, σ. 289 = 400 Seager.

Greek Monolingual

καινοειδής, -ές (Α)
αυτός που σχηματίστηκε εκ νέου, κατά νέο σχήμα, με νέα μορφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + -ειδής (< εἶδος)].