καλαμότομος

Revision as of 07:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)

English (LSJ)

ον,

   A furnished with reeds cut for vine-poles, κτῆμα BGU863.16 (ii A.D.).

Greek Monolingual

καλαμότομος, -ον (Α)
(για κλήματα ή αμπέλια) εφοδιασμένος με καλαμένιους πασσάλους ως στηρίγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + -τομος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. λαιμό-τομος, υλό-τομος].