-η, -οκαλοκαιρινός, αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο καλοκαίρι. επίρρ...καλοκαιριάτικασε εποχή καλοκαιριού, κατά το θέρος.[ΕΤΥΜΟΛ. < καλοκαίρι + κατάλ. -άτικος (πρβλ. κυριακ-άτικος, μεσημερι-άτικος)].