καλλιεργητής
From LSJ
Λόγοις ἀμείβου τὸν λόγοις πείθοντά σε → Verbis repone verba suasori tuo → Mit Worten gib dem Antwort, der mit Worten rät
Greek Monolingual
ο, θηλ. καλλιεργήτρια
1. αυτός που καλλιεργεί κάτι, αυτός που ασχολείται συστηματικά με κάτι
2. εκείνος που ασχολείται συστηματικά με την καλλιέργεια ορισμένων προϊόντων («καλλιεργητής οπωροκηπευτικών»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλιεργῶ. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 σε βασιλικό διάταγμα].