ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
και καντήλα, η (AM κανδήλη, Μ και κανδήλα και καντήλα)βλ. καντήλα.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. candela «κερί, λαμπάδα»].