καρακάξα

From LSJ
Revision as of 07:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went

Source

Greek Monolingual

η
1. το πουλί κίσσα
2. μτφ. (για γυναίκες) η άσχημη και γλωσσού, ασχημογυναίκα, στρίγγλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ίσως < καρα- + κίσσα. Η ετυμολ. όμως αυτή παρουσιάζει σοβαρά φωνητικά προβλήματα. Κατ' άλλη άποψη, πρόκειται για ηχομιμητική λ. από τον ήχο της φωνής του πουλιού].