καρακάξα

From LSJ

Βιοῦν ἀλύπως θνητὸν ὄντ' οὐ ῥᾴδιον → Mortalis ullus vix sit exsors tristium → Schwer ist's für Sterbliche zu leben ohne Leid

Menander, Monostichoi, 58

Greek Monolingual

η
1. το πουλί κίσσα
2. μτφ. (για γυναίκες) η άσχημη και γλωσσού, ασχημογυναίκα, στρίγγλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ίσως < καρα- + κίσσα. Η ετυμολ. όμως αυτή παρουσιάζει σοβαρά φωνητικά προβλήματα. Κατ' άλλη άποψη, πρόκειται για ηχομιμητική λ. από τον ήχο της φωνής του πουλιού].