καρακάξα

From LSJ

τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth

Source

Greek Monolingual

η
1. το πουλί κίσσα
2. μτφ. (για γυναίκες) η άσχημη και γλωσσού, ασχημογυναίκα, στρίγγλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ίσως < καρα- + κίσσα. Η ετυμολ. όμως αυτή παρουσιάζει σοβαρά φωνητικά προβλήματα. Κατ' άλλη άποψη, πρόκειται για ηχομιμητική λ. από τον ήχο της φωνής του πουλιού].