καρδάρι
From LSJ
Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen
Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen
το (Μ καρδάρι)
δοχείο για το άρμεγμα τών ζώων, μικρή καρδάρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < μσν. καδ-άριον, υποκορ. του κάδος ή < λατ. quartarius (μέτρο χωρητικότητας) ή < μσν.) καλδ-άριον «θερμαντικό σκεύος» (< λατ. caldarium)].