καρτέλα

Revision as of 07:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
1. μικρή χάρτινη πινακίδα με επιγραφή, αριθμό ή λογαριασμό
2. (στο παιχνίδι της τόμπολας) η πινακίδα που έχει τους τυπωμένους αριθμούς
3. στον πληθ. οι καρτέλες
δελτία που χρησιμοποιούνται από τις επιχειρήσεις για στατιστικούς, λογιστικούς και οργανωτικούς σκοπούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cartella, υποκορ. του carta].