δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives
καρποβλαστῶ, -έω (Μ)κάνω κάτι να καρποφορήσει.[ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός (Ι) + βλαστῶ].