Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καρποβλαστώ

From LSJ

Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz

Menander, Monostichoi, 320

Greek Monolingual

καρποβλαστῶ, -έω (Μ)
κάνω κάτι να καρποφορήσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός (Ι) + βλαστῶ].