καρποβλαστώ

From LSJ

διὰ πέτρας καὶ διὰ δρυὸς ὁρᾶν → see through a brick wall, see through rocks and an oak

Source

Greek Monolingual

καρποβλαστῶ, -έω (Μ)
κάνω κάτι να καρποφορήσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός (Ι) + βλαστῶ].