διὰ πέτρας καὶ διὰ δρυὸς ὁρᾶν → see through a brick wall, see through rocks and an oak
καρποβλαστῶ, -έω (Μ)κάνω κάτι να καρποφορήσει.[ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός (Ι) + βλαστῶ].