πρᾶγμα ἐλπίδος κρεῖσσον γεγενημένον → the thing worse than one expected
καστελλᾱτος, -η, -ον (Μ)οχυρωμένος με πύργους, με φρούριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. castellatus (< castellum «κάστρο» + κατάλ. -atus)].