καταναλωτός
From LSJ
τῶν γὰρ μετρίων πρῶτα μὲν εἰπεῖν τοὔνομα νικᾷ → the first mention of the word moderation wins the game (Euripides, Medea 125f.)
Greek Monolingual
-ή, -ό καταναλίσκω
ο δεκτικός καταναλώσεως, αυτός που μπορεί να διατεθεί για κατανάλωση, ο καταναλώσιμος.