κατάστενος

From LSJ
Revision as of 07:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562

Greek Monolingual

-η, -ο
1. πάρα πολύ στενός
2. το ουδ. ως ουσ. το κατάστενο
α) το στενοπόρι, το στενό
β) (ως τοπων.) το στενότερο μέρος του Βοσπόρου.