Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
-η, -ο
1. πάρα πολύ στενός
2. το ουδ. ως ουσ. το κατάστενο
α) το στενοπόρι, το στενό
β) (ως τοπων.) το στενότερο μέρος του Βοσπόρου.