κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post
κατάψυκτος: -ον, ὁ, ὁ δυνάμενος καταψυχθῆναι, νὰ καταψυχθῇ ἢ ὁ κατεψυγμένος.
κατάψυκτος, -ον (Μ) καταψύχωαυτός που επιδέχεται κατάψυξη, ο δεκτικός καταψύξεως.