κατρακύλημα

From LSJ
Revision as of 07:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart

Menander, Monostichoi, 227

Greek Monolingual

το κατρακυλώ
1. γρήγορο κύλισμα προς τα κάτω, γρήγορη κατολίσθηση
2. απότομη πτώση, ραγδαία μείωση.