Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κατολίσθηση

From LSJ

Θεῷ μάχεσθαι δεινόν ἐστι καὶ τύχῃ → Obsistere est difficile fortunae et deo → Mit Gott zu kämpfen ist gefährlich und dem Glück

Menander, Monostichoi, 247

Greek Monolingual

η (ΑΜ κατολίσθησις) κατολισθαίνω
το γλίστρημα και πέσιμο
νεοελλ.
γεωλ. το φαινόμενο κατά το οποίο μάζες πετρωμάτων ή εδάφους αποσπώνται από τα όρη ή τις κοιλάδες και μετακινούνται προς τα χαμηλότερα μέρη τών κλιτύων υπό την επίδραση της βαρύτητας.