κατόπτευση

From LSJ
Revision as of 07:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

εὖ γ᾽ εὖ γε ποιήσαντες ὦ Διοσκόρω → well done, well done, you twin Dioscuri!

Source

Greek Monolingual

η (ΑΜ κατόπτευσις) κατοπτεύω
η προσεκτική παρατήρηση, η επιτήρηση συνήθως από υψηλότερο σημείο
νεοελλ.
στρ. το σύνολο ενεργειών που κάνει στρατού για την αναγνώριση τών θέσεων του εχθρού.