ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life
[Seite 1410] ὁ, eine Distelart, Theophr.
κεάνωθος: ὁ, εἶδος ἀκάνθης, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 10, 6.
ο (Α κεάνωθος και κεάνωνος)νεοελλ.βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών της οικογένειας ραμνίδεςαρχ.πιθ. είδος αγκαθιού.