καφές

Revision as of 07:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο
1. το σπέρμα του φυτού καφέακαφές Βραζιλίας»)
2. το ρόφημα που παρασκευάζεται με βρασμό τών καβουρδισμένων και αλεσμένων σπερμάτων του καφεόδεντρου («μέτριος καφές»)
3. το δέντρο καφέα
4. φρ. «λέω τον καφέ» — μαντεύω παρατηρώντας το κατακάθι του καφέ στο φλιτζάνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. cafe < τουρκ. kahve < αραβ. qahwah. Η λ. μαρτυρείται από το 1874 στο Λεξικόν της ελληνικής διαλέκτου του Στέφανου Κουμανούδη].