κελευθοποιός

Revision as of 07:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

English (LSJ)

όν,

   A road-making, A.Eu.13.

German (Pape)

[Seite 1414] poet. = ὁδοποιός, Aesch. Eum. 13.

Greek (Liddell-Scott)

κελευθοποιός: -όν, κατασκευάζων ὁδόν, ὡς τὸ ὁδοποιός, Αἰσχύλ. Εὐμ. 13.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui prépare la voie.
Étymologie: κέλευθος, ποιέω.

Greek Monolingual

κελευθοποιός, -όν (Α)
αυτός που κατασκευάζει δρόμους, ο οδοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέλευθος + -ποιός (< ποιῶ), πρβλ. αρτο-ποιός, κλειθρο-ποιός.