οδοποιός

From LSJ

πάλιν δ' ὅ γε λάζετο μῦθον → he took back his speech, he retracted his speech, he altered his speech

Source

Greek Monolingual

ο (Α ὁδοποιός)
αυτός που είναι ειδικός στη χάραξη και στην κατασκευή δρόμων
νεοελλ.
μτφ. αυτός που εγκαινιάζει κάτι καινούργιο, πρωτοπόρος
αρχ.
1. ο επόπτης τών οδών
2. ταχυδρόμος, αγγελιαφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁδός + -ποιός].