ξυνῆλθεν ἀτταγᾶς τε καὶ νουμήνιος → birds of a feather flock together, the francolin and the new-moon bird get together
και καύτρα, η
1. η αναμμένη άκρη του τσιγάρου
2. η απανθρακωμένη άκρη του φιτιλιού
3. στάχτη που δεν είναι τελείως σβησμένη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάφ- (πρβλ. κάφτω) + κατάλ. -τρα (πρβλ. άφ-τρα, κόφ-τρα). Ο τ. καύτρα < θ. καυ- (πρβλ. καύ-σω, μέλλ. του καίω) + κατάλ. -τρα].