Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt
κενοποιός, -όν (Α)αυτός που χαλαρώνει και εκκενώνει την κοιλιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο)- + -ποιός (< ποιῶ)].