κερματοθήκη

From LSJ
Revision as of 07:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

γλυκύ δ᾽ἀπείρῳ πόλεμος, πεπειραμένων δέ τις ταρβεῖ προσιόντα, νιν καρδίᾳ περισσῶς → A sweet thing is war to the inexperienced, but anyone who has tasted it trembles at its approach, exceedingly, in his heart (Pindar, for the Thebans, fr. 110)

Source

Greek Monolingual

η
βλήμα τών παλαιών πυροβόλων κατασκευασμένο από μια μετάλλινη θήκη στην οποία ήταν τοποθετημένα σιδερένια τεμάχια, αλλ. κερματοδέσμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρμα, -τος + θήκη. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. boĩte amitrailles. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον ναυτικόν].