κεφαλητικός
From LSJ
Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt
Greek Monolingual
κεφαλητικός, -ή, -όν (Α)
πάπ. αυτός που αναφέρεται στην κεφαλή, κεφαλικός, της κεφαλής.
[ΕΤΥΜΟΛ. κεφαλητικός (αντί κεφαλικός < κεφαλή + επίθημα -τικός].