κεφαλητικός

From LSJ

αὐτίκα καὶ φυτὰ δῆλα ἃ μέλλει κάρπιμ' ἔσεσθαιfruitful plants show it straightaway

Source

Greek Monolingual

κεφαλητικός, -ή, -όν (Α)
πάπ. αυτός που αναφέρεται στην κεφαλή, κεφαλικός, της κεφαλής.
[ΕΤΥΜΟΛ. κεφαλητικός (αντί κεφαλικός < κεφαλή + επίθημα -τικός].