αὐτίκα καὶ φυτὰ δῆλα ἃ μέλλει κάρπιμ' ἔσεσθαι → fruitful plants show it straightaway
κεφαλητικός, -ή, -όν (Α)πάπ. αυτός που αναφέρεται στην κεφαλή, κεφαλικός, της κεφαλής.[ΕΤΥΜΟΛ. κεφαλητικός (αντί κεφαλικός < κεφαλή + επίθημα -τικός].