κίλλιος

From LSJ
Revision as of 07:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht

Menander, Monostichoi, 396

German (Pape)

[Seite 1438] dem Esel ähnlich, eselgrau, Poll. 7, 56 erkl. ὀνάγρινον χρῶμα.

Greek Monolingual

κίλλιος, -ία, -ον (Α) κίλλος
αυτός που έχει το χρώμα του όνου, κιλλός («κίλλιον ἐσθῆτος χρῶμα», Πολυδ.).