Κιμώλιος
From LSJ
οἱ βάρβαροι τῇ ἀλήκτῳ συνουσίᾳ ὑπνώθησαν → the barbarians, exhausted by unremitting intercourse, fell asleep
οἱ βάρβαροι τῇ ἀλήκτῳ συνουσίᾳ ὑπνώθησαν → the barbarians, exhausted by unremitting intercourse, fell asleep
-ία, -ο (Α Κιμώλιος, -ία, -ον) Κίμωλος
αυτός που προέρχεται από το νησί Κίμωλος («Κιμώλιαι ἰσχάδες» — σύκα από την Κίμωλο, Άμφις).