Κιμώλιος

From LSJ

Ὀίκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → The person who is well satisfied should stay at home.

Aeschylus, fr. 317

Greek Monolingual

-ία, -ο (Α Κιμώλιος, -ία, -ον) Κίμωλος
αυτός που προέρχεται από το νησί Κίμωλος («Κιμώλιαι ἰσχάδες» — σύκα από την Κίμωλο, Άμφις).