κιάλι
From LSJ
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
Greek Monolingual
το
συν. στον πληθ. τα κιάλια
1. τηλεσκόπιο, διόπτρα και ειδικότερα οι στρατιωτικές ή ναυτικές διόπτρες
2. φρ. «ούτε με κιάλια δεν θα το δεις...» — δεν πρόκειται να πετύχεις τον σκοπό σου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. occhiali, πληθ. του occhiale «οπτικός»].