κιάλι

From LSJ
Revision as of 07:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source

Greek Monolingual

το
συν. στον πληθ. τα κιάλια
1. τηλεσκόπιο, διόπτρα και ειδικότερα οι στρατιωτικές ή ναυτικές διόπτρες
2. φρ. «ούτε με κιάλια δεν θα το δεις...» — δεν πρόκειται να πετύχεις τον σκοπό σου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. occhiali, πληθ. του occhiale «οπτικός»].