κιθαρωδώ

From LSJ
Revision as of 07:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἱκανῶς βιώσεις γηροβοσκῶν τοὺς γονεῖς → Senes parentes qui fovet, vivet diu → Hinlänglich lebst du, wenn du greise Eltern pflegst

Menander, Monostichoi, 270

Greek Monolingual

(ΑΜ κιθαρῳδῶ, -έω) κιθαρῳδός παίζω κιθάρα και τραγουδώ συγχρόνως, είμαι κιθαρωδός («Ζήνωνα εἰς θέατρον ἀνιόντα κιθαρῳδοῡντος Ἀμοιβέως», Πλούτ.).