κλάδα

Revision as of 07:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

English (LSJ)

κλάδας, metapl. acc. sg. and pl. of κλάδος (q.v.):—but κλᾷδα, κλᾷδας, Aeol. and Dor. acc. sg. and pl. of κλείς.

German (Pape)

[Seite 1445] u. κλάδας, accus. zu κλάδος, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

κλάδα: κλάδας, αἰτ. κατὰ μεταπλ. ἑνικ. καὶ πληθ. τοῦ κλάδος, ὃ ἴδε.

Greek Monolingual

η
1. μεγάλος κλάδος
2. ύφασμα με σχήματα κλάδων, βλαστών ή ανθέων
3. κλάδεμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλαδί + μεγεθ. κατάλ. -α, πρβλ. κεφάλ-α, χέρ-α].