κλαδοειδής
From LSJ
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
English (LSJ)
A ramosus, Gloss.
Greek Monolingual
κλαδοειδής, -ες (Α)
αυτός που έχει πολλά κλαδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλάδος (Ι) + -ειδής (< είδος)].