κλιμακτήριος
From LSJ
οὐδὲν γάρ ἐστι κεκαλυμμένον ὃ οὐκ ἀποκαλυφθήσεται → there is nothing hidden that will not be revealed, there is nothing concealed that will not be revealed, there is nothing covered that shall not be revealed, there is nothing covered that won't be uncovered
Greek Monolingual
-ο θηλ. και -α κλιμακτήρ
(το θηλ. και το ουδ. ως ουσ.) η κλιμακτήριος και το κλιμακτήριο
η εποχή της εμμηνόπαυσης στις γυναίκες και, γενικά, η περίοδος της ζωής κατά την οποία επέρχεται βαθμιαία εξασθένηση και κατάπαυση τών γεννητικών λειτουργιών.