κοίλανση
From LSJ
ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends
Greek Monolingual
η (AM κοίλανσις) κοιλαίνω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του κοιλαίνω, βαθούλωμα
νεοελλ.
τεχνολ. μέθοδος κατασκευής κοίλου αντικειμένου από επίπεδο φύλλο μετάλλου ή θερμοπλαστικού υλικού με κατάλληλη κατεργασία.