κοιλιάρης
From LSJ
Κάλλιστα πειρῶ καὶ λέγειν καὶ μανθάνειν → Bonis dicendis et discendis dato operam → Zu sagen Schönstes und zu lernen mühe dich
-α, -ικο, το αρσ. και κοίλιαρης (Μ κοιλιάρης, ουδ. κοιλιάριν) κοιλία
αυτός που έχει μεγάλη και προτεταμένη κοιλιά, κοιλαράς.