κοιλιάρης

From LSJ

Ζῶμεν πρὸς αὐτὴν τὴν τύχην οἱ σώφρονες → Fortunae arbitrio nos modesti vivimus → Wir Weise leben mit dem Ziel des Glücks allein

Menander, Monostichoi, 189

Greek Monolingual

-α, -ικο, το αρσ. και κοίλιαρης (Μ κοιλιάρης, ουδ. κοιλιάριν) κοιλία
αυτός που έχει μεγάλη και προτεταμένη κοιλιά, κοιλαράς.